ΗΛΙΟΣ (Διάφορα)

Το σημαντικότερο ουράνιο σώμα του αστρικού συστήματος στο οποίο υπάγεται και η Γη.

Πρακτικά ανεξάντλητη πηγή φωτεινής και θερμικής ενέργειας, ο Ήλιος αποτελεί για τη Γη (και για κάθε είδος ζωής) την καρδιά του πλανητικού οργανισμού, η οποία με τους θερμικούς, φωτεινούς και μαγνητικούς παλμούς της, προσδίδει τη γονιμότητα στον πλανήτη μας.



Για τον άνθρωπο, ο Ήλιος είναι ο φωτεινότερος αστέρας.

Αν όμως τον θεωρήσουμε ως ένα αυτόνομο ουράνιο σώμα που εκπέμπει δικό του φως, τότε o Ήλιος παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με τις μυριάδες των αστέρων που φαίνονται στον ουράνιο θόλο, τόσο με γυμνό μάτι όσο και με τα ισχυρότερα τηλεσκόπια.

Από την άποψη αυτή, ο Ήλιος είναι ένας απλανής αστέρας σχετικά κοινού τύπου (φασματικός τύπος G2) και ούτε καν από τους μεγαλύτερους: είναι ένας από τα τριακόσια δισεκατομμύρια αστέρων που αποτελούν τον Γαλαξία μας.



Ο Ήλιος , επειδή βρίσκεται κοντύτερα προς τη Γη, ερέθιζε πάντοτε τη φαντασία των πρωτόγονων λαών, που τον λάτρευαν ως θεότητα.

Για τους Αιγυπτίους ήταν ο θεός Ρα, για τους Έλληνες ήταν ο θεός Ήλιος που οδηγούσε ένα άρμα με τέσσερα άλογα που εξέπεμπαν φλόγες. Κατά την ελληνιστική εποχή, η λατρεία του Ήλιου ήταν πολύ διαδεδομένη και στη Ρώμη.



Χαρακτηριστικά στοιχεία.

Η μέση απόσταση του Ήλίου από τη Γη, κατά τις νεότερες μετρήσεις, ανέρχεται σε 149.597.870 χλμ. κατά προσέγγιση.

Το μήκος αυτό αποτελεί την αστρονομική μονάδα και χρησιμοποιείται ως βασική μονάδα για τη μέτρηση των αστρονομικών αποστάσεων.

Στην αρχαιότητα η απόσταση του Ήλιου δεν ήταν γνωστή.

Κατά τον Αρίσταρχο τον Σάμιο, ο Ήλιος βρισκόταν σε ένα σημείο που απείχε περίπου είκοσι φορές περισσότερο από την απόσταση της Σελήνης, ενώ και o Ίππαρχος παραδεχόταν περίπου την ίδια εσφαλμένη απόσταση.



Πολύ αργότερα όμως o Κέπλερ διατύπωσε την άποψη ότι o Ήλιος απέχει από τη Γη γύρω στις 3.488 γήινες ακτίνες.

Αργότερα o Χάλεϊ πρότεινε για τον υπολογισμό της απόστασης του Ήλιου τη χρησιμοποίηση των διαβάσεων της Αφροδίτης στον ηλιακό δίσκο.



Διαβάσεις της Αφροδίτης έγιναν

στις 6 Ιουνίου 1761

3 Ιουνίου 1769

9 Δεκεμβρίου 1874

6 Δεκεμβρίου 1882

8 Ιουνίου 2004

και η επόμενη προβλέπεται για 6 Ιουνίου 2012.



Παρατηρήσεις έγιναν σε όλες τις ευκαιρίες, αλλά η ακρίβειά τους δεν ήταν επαρκής λόγω της ατμόσφαιρας της Αφροδίτης (την ύπαρξη της οποίας οι επιστήμονες της εποχής αγνοούσαν) που δεν επέτρεπε τον ακριβή προσδιορισμό των χρονικών στιγμών των τεσσάρων επαφών του δίσκου της Αφροδίτης με αυτόν του Ηλίου (αρχή εισόδου του δίσκου της Αφροδίτης, πλήρης είσοδος, αρχή εξόδου και πλήρης έξοδος).



Ο Νιούκομπ, με βάση τις διάφορες τιμές των παραλλάξεων, βρήκε (το 1900) ως απόσταση τον αριθμό των 148.820.000 χλμ.

Η απόσταση αυτή με τις παρατηρήσεις της διάβασης του αστεροειδούς Έρως στις 28 Φεβρουαρίου 1901 ανέβηκε στα 149.501.000 χλμ.



Οι υπολογισμοί που έγιναν με βάση τα στοιχεία του τεχνητού δορυφόρου Μάρινερ II (Δεκέμβριος 1962) έδωσαν, ακριβέστερα, ότι η απόσταση ανέρχεται σε 23.439,2 φορές το μήκος της ακτίνας της Γης, δηλαδή 149.600.000 χλμ. κατά προσέγγιση.

Για να αποκτήσουμε μια συγκριτική εικόνα των διαστάσεων του Ηλίου, βάζουμε σε παρένθεση σε κάθε διάστασή του και έναν αριθμό, που δείχνει πόσες φορές είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη διάσταση της Γης:

διάμετρος 1.394.000 χλμ. (109)

επιφάνεια 6.060 δισεκατομμύρια τ. χλμ. (11.811)

μάζα 1,98Χ10³³ gr (332.000) δηλαδή περίπου 750 φορές μεγαλύτερη από το άθροισμα της μάζας όλων των πλανητών

μέση πυκνότητα 1,41 gr/cm3 (0,256).



Δεν είναι βέβαιο αν o Ήλιος έχει σφαιρικό σχήμα, πάντως όμως δεν παρουσιάζει πλάτυνση.

Πιθανόν να παρουσιάζει μια ελαφρά επιμήκυνση κατά τη διεύθυνση του πολικού άξονά του.

H επιτάχυνση στην επιφάνεια του ανέρχεται σε 2,74X 104 cm/sec², δηλαδή ένα σώμα ζυγίζει 27.874 φορές περισσότερο απ’ όσο θα ζύγιζε στη Γη και πέφτοντας, κατά το πρώτο δευτερόλεπτο, διανύει απόσταση 136 μ. περίπου, ενώ στη Γη μόλις 4,90 μ.

H θερμοκρασία ακτινοβολίας της ορατής ηλιακής επιφάνειας είναι 5.740°C + 2% ανάλογα με τον ενδεκαετή κύκλο.

Το φως του Hλίου για να φτάσει στη Γη χρειάζεται 8 λεπτά και 18 δευτ. Ο Ήλιος παρουσιάζει περιστροφική κίνηση γύρω από τον πολικό άξονά του, μεγαλύτερη στον ισημερινό και μικρότερη στους πόλους.

Την κίνηση αυτή τη διαπίστωσε ο Γαλιλαίος το 1611.

Στα μέσα πλάτη της φωτόσφαιρας (ζώνη των κηλίδων) η αστρική περίοδος περιστροφής είναι 25,38 ημέρες και η περίοδος της ανοδικής περιστροφής 27,27 ημέρες.

Στις ισημερινές ζώνες, ο χρόνος περιστροφής είναι κατά 9 ώρες μικρότερος, ενώ στις ζώνες με ηλιογραφικό πλάτος ± 70° είναι περίπου 4 ημέρες επιπλέον.

Η ερμηνεία αυτής της διαφορικής κίνησης είναι δυσεξήγητη και η κίνηση γίνεται περισσότερο αισθητή όσο ανώτερη είναι σε στρώματα που εξετάζονται σε σχέση με τη φωτόσφαιρα.

Η περιστροφική κίνηση του Ήλιου γίνεται κατά την ίδια διεύθυνση των πλανητών. Ο άξονας περιστροφής του παρουσιάζει κλίση 83° ως προς το επίπεδο της εκλειπτικής.

Ο Ήλιος παρουσιάζει επίσης και μια κίνηση μετάθεσης στον χώρο μαζί με ολόκληρη την πλανητική οικογένειά του. Κατευθύνεται προς ένα σημείο του αστερισμού του Ηρακλή που λέγεται ʼπηξ με ταχύτητα 19,5 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο.



Εξαιτίας των κινήσεων της Γης, ο Ήλιος παρουσιάζει καθημερινά μια καθυστέρηση κατά 3 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα σε σχέση με τον μεσημβρινό ενός απλανούς αστέρα.

Αν η καθυστέρηση αυτή αθροιστεί στο διάστημα ενός έτους, ανέρχεται σε μία ολόκληρη ημέρα, δηλαδή παρουσιάζει φαινομενικά κίνηση αντίθετη προς την κίνηση των απλανών αστέρων.

Ο χρόνος που απαιτεί ο Ήλιος για να επανέλθει στο ίδιο σημείο του ουρανού λέγεται αστρικό έτος.



Η Γη δέχεται μόλις το ένα δισεκατομμυριοστό της θερμότητας που ακτινοβολεί ο Ήλιος Και όλοι οι πλανήτες μαζί το 1/229.000.000.

Η υπόλοιπη θερμότητα χάνεται στο Διάστημα.

Παρά τη μηδαμινότητα των τιμών αυτών, η ηλιακή θερμότητα, εκτός του ότι προκαλεί την εξάτμιση 600 δισεκατομμυρίων κ.μ. από τα γήινα ύδατα (τα οποία μεταπίπτουν σε αέρια κατάσταση) είναι και το αίτιο όλων των μετεωρολογικών φαινομένων που συμβαίνουν στον πλανήτη μας.

Η ακτινοβολία της ηλιακής επιφάνειας ελάχιστα μεταβάλλεται κατά τον κύκλο των κηλίδων. Κατά μέσο όρο ανέρχεται σε 62,6 εκατομμύρια βατ ανά τετραγωνικό μέτρο ή ισοδύναμα 15 εκατομμύρια θερμίδες ανά τετραγωνικό μέτρο και δευτερόλεπτο.

Από αυτό προκύπτει ότι κάθε γραμμάριο ηλιακής ύλης ακτινοβολεί ετησίως κατά μέσο όρο ενέργεια 60.000.000 εργίων.

Επειδή η ακτινοβολία αυτή χρονολογείται τουλάχιστον από τότε που παρουσιάστηκε στη Γη η φυτική ζωή, έγινε προσπάθεια να αναλυθεί η πηγή από την οποία ο Ήλιος προσλαμβάνει τόση ενέργεια.

Οι θεωρίες της καύσης του Μάγερ και της συστολής του Χέλμχολτς δεν δικαιολογούν την τεράστια αυτή θερμική ποσότητα, παρά μόνο για μια μικρή και περιορισμένη χρονική περίοδο.

Όσο σημαντικές και αν είναι οι πηγές της ενέργειας που οφείλονται σε χημικές αντιδράσεις ή ως ραδιοηλεκτρικά φαινόμενα, δικαιολογούν την ηλιακή θερμότητα μόνο για μια δεκάδα εκατομμυρίων ετών.

Επειδή όμως υπολογίζεται ότι o Ήλιος έχει ηλικία τουλάχιστον μερικών δισεκατομμυρίων ετών, θα έπρεπε να είχε κρυώσει πριν από αρκετό χρόνο.

Πιο παραδεκτή είναι η νεότερη θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο Ήλιος - όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα τα αστέρια – αποκτά την ενέργειά του από τις πυρηνικές αντιδράσεις και ιδιαίτερα από τη μετατροπή του υδρογόνου σε ήλιο.

Δύο αλυσίδες πυρηνικών αντιδράσεων παράγουν την ηλιακή ενέργεια:

η αλυσίδα pp (πρωτονίου-πρωτονίου) που παράγει περίπου το 98,4% της ηλιακής ενέργειας

και η αλυσίδα CNO (άνθρακα-αζώτου-οξυγόνου) που παράγει περίπου το 1,6% της ηλιακής ενέργειας.

Και στις δύο αλυσίδες αναλίσκονται πρωτόνια (πυρήνες υδρογόνου) και παράγονται σωματίδια α (πυρήνες ηλίου).

Στη δεύτερη όμως αλυσίδα συμμετέχουν σε ενδιάμεσες αντιδράσεις (καταλυτικά) και πυρήνες άνθρακα, αζώτου και οξυγόνου.



Φυσική σύσταση του Ήλιου.

O Ήλιος είναι μία μάζα σε αέρια κατάσταση με υψηλή θερμοκρασία.
Αποτελείται από τον πυρήνα και ένα ορατό περίβλημα.

Οι υπολογισμοί που αφορούν το κεντρικό τμήμα του πυρήνα, αν και βασίζονται σε διαφορετικές υποθέσεις, κατέληξαν όλοι στις ακόλουθες κατά προσέγγιση τιμές:

θερμοκρασία 20.000.000°C

πυκνότητα 45-115 gr/cm3 (= περίπου 28 φορές μεγαλύτερη από την πυκνότητα του ύδατος)

πίεση 100 δισ. ατμόσφαιρες.



Από αυτές τις εξαιρετικά υψηλές τιμές, τις οποίες δεν μπορεί να φτάσει η φαντασία μας, εξαρτάται αν τα αέρια υλικά που βρίσκονται στο εσωτερικό του Ήλιου μπορούν να αποκτήσουν ιδιότητες και πυκνότητες που να μπορούν να παραβληθούν με τις ιδιότητες των υγρών και ίσως και των στερεών σωμάτων.



Η φωτεινή επιφάνεια που περιβάλλει τον Ήλιο ονομάζεται φωτόσφαιρα και αποτελεί το βαθύτερο στρώμα που μπορεί να παρατηρηθεί με το τηλεσκόπιο.

Πάνω από τη φωτόσφαιρα εκτείνεται η χρωμόσφαιρα, που χωρίζεται από τη φωτόσφαιρα με μια λεπτή στρώση που καλείται ανατρεπτική στιβάδα.

Στο εξωτερικό και σε σημαντική έκταση παρατηρείται το στέμμα, το οποίο είναι ιδιαίτερα ορατό κατά τις ολικές ηλιακές εκλείψεις.

Οι υποδιαιρέσεις αυτές, αν και παρουσιάζουν και ιδιαίτερες ιδιότητες, δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Η εσωτερική δράση του Ηλίου παράγει διάφορα φαινόμενα, κυρίως εκρηκτικής φύσης, που επηρεάζουν συχνά το σύνολό τους.

Στην πραγματικότητα, οι τρεις ζώνες μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν την ηλιακή ατμόσφαιρα, πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι, επειδή o Ήλιος θεωρείται ότι βρίσκεται σε αέρια κατάσταση, δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη ζώνη μετάβασης ανάμεσα στη μάζα του Ήλιου και στην ατμόσφαιρά του.



Η φωτόσφαιρα είναι η επιφάνεια, σχεδόν σφαιρική, που προσδιορίζει την ηλιακή σφαίρα όταν την παρατηρούμε με ένα οπτικό όργανο.

Είναι η ζώνη που διαχωρίζει τα αδιαφανή εσωτερικά αέρια από τα διαφανή εξωτερικά. Εκπέμπει σχεδόν ολόκληρο το φως που δεχόμαστε από τον Ήλιο και σχηματίζει τον ηλιακό δίσκο όπως τον βλέπουμε.

Αν και το φως της φαίνεται σταθερό, στην πραγματικότητα η φωτόσφαιρα έχει άνιση λαμπρότητα.

Ελαττώνεται συνεχώς προς το χείλος (επισκότιση προς τις παρυφές) και είναι συνεχώς μεταβλητή στις κεντρικές περιοχές.

Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της κοκκώδους υφής της, η οποία οφείλεται σε εφήμερους σχηματισμούς του τύπου κόκκων ρυζιού που βρίσκονται σε συνεχή αναταραχή, σαν ανερχόμενοι κίονες αερίων, πάνω στους οποίους παρατηρούνται συχνά οι σκοτεινές κηλίδες.

Το πάχος της φωτόσφαιρας υπολογίζεται σε περίπου 400 χλμ.

Η χημική της σύσταση είναι 78,4% υδρογόνο, 19,8% ήλιο, 0,863% οξυγόνο, 0,395% άνθρακας και 0,14% σίδηρος σε θερμοκρασία 6.000 βαθμών Κέλβιν.



Τις κηλίδες, γνωστές από την αρχαιότητα, περιέγραψε ως ηλιακό φαινόμενο ο Γαλιλαίος, ο οποίος τις παρατήρησε πρώτος με τηλεσκόπιο το 1610.

Από την κίνησή τους έγινε δυνατή η μέτρηση της περιστροφικής κίνησης του Ηλίου.

Οι κηλίδες αποτελούν το σπουδαιότερο φαινόμενο της φωτόσφαιρας.

Η μεγαλύτερη κηλίδα που παρατηρήθηκε είναι του 1958.

Είχε μήκος 230.000 χλμ., δηλαδή 18 περίπου φορές τη διάμετρο της Γης.

Στα χείλη των κηλίδων, και συχνά σε αρκετή απόσταση και άσχετα προς αυτές, διαμορφώνονται διακλαδιζόμενοι σχηματισμοί, που ονομάζονται πυρσοί. Είναι εξαιρετικά φωτεινοί, ανέρχονται σε ύψη ανώτερα από τα κοκκοειδή και γίνονται καλύτερα ορατοί προς τα σκοτεινά χείλη του ηλιακού δίσκου.

Οι αστρονόμοι θεωρούν ότι οι πυρσοί είναι ανυψωμένες περιοχές της φωτόσφαιρας αντίθετα προς τις κηλίδες που είναι χαμηλώματα στο ίδιο στρώμα.



H μετάβαση από τη φωτόσφαιρα προς τη χρωμόσφαιρα γίνεται με το ενδιάμεσο ενός στρώματος που λέγεται ανατρεπτική στιβάδα και αποτελεί το ενδιάμεσο διάστημα των ζωνών, που έχουν ιδιότητες και φαινόμενα διαφορετικά.

Έχει πάχος περίπου 700 χλμ., θερμοκρασία κατώτερη της φωτόσφαιρας, περίπου 5.000°C, και πίεση 1/1.000 μικρότερη της ατμόσφαιρας της Γης στην επιφάνεια της θάλασσας.

Η αραιότητά της αυξάνεται ταχύτατα με το ύψος. Αν και είναι τόσο αραιή, αποτελεί ωστόσο το πυκνότερο μέρος της ηλιακής ατμόσφαιρας.

Με τις ιδιότητές της, επέτρεψε να διαπιστωθεί στον Ήλιο η παρουσία υδρογόνου και μερικών άλλων στοιχείων που ήταν ήδη γνωστά στη Γη (οξυγόνο, πυρίτιο κλπ.) σε μικρότερη όμως ποσότητα.

Η στιβάδα αυτή πήρε την ονομασία ανατρεπτική, γιατί μετατρέπει σε σκοτεινές τις φωτεινές ακτινοβολίες των αερίων και των ατμών που την απαρτίζουν.



Η χρωμόσφαιρα πήρε την ονομασία της από το ερυθρό της χρώμα.

Είναι ένα αέρινο περίβλημα που περιβάλλει την ανατρεπτική στιβάδα, δεν έχει ομοιόμορφο πάχος και δείχνει όψη φλογισμένου λιβαδιού.

Αποτελείται κυρίως από διάπυρο υδρογόνο σε πολύ χαμηλή πίεση και η θερμοκρασία της είναι μικρότερη από τη θερμοκρασία της φωτόσφαιρας.

Η αραιότητα είναι τόσο μεγάλη ώστε για τα εργαστηριακά πειράματα μπορεί να θεωρηθεί ως απόλυτο κενό.

Στη χρωμόσφαιρα ανακαλύφθηκε ένα στοιχείο που ήταν άγνωστο στη Γη και το οποίο ονομάστηκε ήλιο.

Επίσης, θεαματικά φαινόμενα της χρωμόσφαιρας είναι οι προεξοχές, με ερυθροϊώδες χρώμα.

Πρόκειται για τεράστιους πίδακες διάπυρων αερίων ποικίλης και συνεχώς μεταβαλλόμενης μορφής και σχήματος, που υψώνονται σε τεράστια ύψη.

Σε αυτές υπάρχει άφθονο υδρογόνο σε διάπυρη κατάσταση, ασβέστιο και μεταλλικοί ατμοί.

Πρόκειται πάντα για εκρηκτικά φαινόμενα που εξαρτώνται από την έντονη δράση του Ηλίου. Στις 19 Νοεμβρίου 1928 παρατηρήθηκε μία προεξοχή, της οποίας το ύψος έφτασε 929.000 χλμ., δηλαδή περίπου δύο φορές την απόσταση Γης-Σελήνης.

To στέμμα εκτείνεται πάνω από τη χρωμόσφαιρα σε τεράστιο ύψος, που μπορεί να συγκριθεί με τη διάμετρο του Ηλίου έχει χρώμα λευκό-γαλακτώδες και είναι ορατό κατά τις ολικές εκλείψεις, οπότε εμφανίζεται ως λαμπρό φωτοστέφανο του οποίου το δακτυλιοειδές σχήμα αποκτά (κατά τα μέγιστα της ηλιακής δράσης) το σχήμα ακτινωτού στεφάνου, ενώ κατά τα ελάχιστα της ηλιακής δράσης συμμαζεύεται κατά το ισημερινό επίπεδο.

Αν, από κάποια άποψη, η χρωμόσφαιρα, παρά το προχωρημένο κενό, μπορεί να θεωρηθεί μία αέρια στρώση –τουλάχιστον στα πλησιέστερα μέρη προς τη βάση της– το στέμμα βρίσκεται σε τέτοιο σημείο αραίωσης ώστε να μην μπορεί να διαπιστωθεί ούτε εργαστηριακά ούτε να γίνει αντιληπτό με τις ανθρώπινες αισθήσεις.

Αρκεί να αναφερθεί ότι μερικοί κομήτες που πλησίασαν πολύ κοντά στον Ήλιο πέρασαν μέσα από το στέμμα χωρίς να δεχτούν καμία επίδραση.



Ηλιακή δράση.

Η δράση εκδηλώνεται σε ολόκληρο τον ορατό Ήλιο.

Τo 1843, ο Γερμανός αστρονόμος Σβάμπε διαπίστωσε την περιοδικότητα των φαινομένων της ηλιακής δράσης.

Το μέσο διάστημα μεταξύ δύο μέγιστων ηλιακών δράσεων είναι περίπου 11,1 έτη. Το χρονικό διάστημα από ένα μέγιστο έως ένα ελάχιστο είναι 6,5 έτη, ενώ από ένα ελάχιστο έως ένα μέγιστο είναι 4,6.
Αναφέρονται όμως τα μέσα χρονικά διαστήματα, γιατί σε μία περίπτωση η περίοδος ήταν περίπου 17 έτη (1788-1805) ενώ σε μία άλλη 7,3 (1830-1837).

Αν υπολογίσουμε τις διαφορές μεταξύ μέγιστων και ελάχιστων, για τα οποία δεν έχουμε το ακριβές μέτρο της έντασης, φαίνεται βέβαιο ότι κάθε 22 έτη έχουμε δύο διαφορετικούς κύκλους της ηλιακής δράσης.



Κατά την περίοδο των μεγάλων μαγνητικών εκδηλώσεων, κατά τις οποίες εμφανίζονται μεγάλες κηλίδες και ανυψώνονται από την επιφάνεια του φλεγόμενου άστρου τεράστιες προεξοχές, συμβαίνει –όχι σπάνια– η Γη να πληγεί από μία μαγνητική καταιγίδα.

Εξαιτίας της οι ραδιοεπικοινωνίες παραλύουν και εμφανίζεται με εξαιρετική ένταση το φαινόμενο του βόρειου σέλαος.

Αυτό αποτελεί απόδειξη ότι o γήινος μαγνητισμός συνδέεται στενά με τα ηλιακά φαινόμενα.

Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι το γενικό μαγνητικό πεδίο που οφείλεται στον Ήλιο παρουσιάζει μέγιστο έντασης 1-2 γκάους, αλλά μέχρι τώρα δεν έγινε δυνατό να εξακριβωθεί αν στο φαινόμενο αυτό υπάρχει περιοδικότητα.



Ο Αμερικανός Κόνγουεϊ Σνίντερ, του εργαστηρίου πυραύλων που κατασκεύασε το Μάρινερ II, υποστήριξε ότι διαπίστωσε στον διαπλανητικό χώρο και την ύπαρξη ηλιακών ανέμων, που αποτελούνται από ηλεκτρισμένα σωματίδια με θερμοκρασία 500.000°C και μετακινούνται με ταχύτητα μεταξύ 300 και 800 χλμ./δευτ.

H αραιότητά τους είναι προφανώς της τάξης του 1 ή 2 σωματιδίων ανά κ. εκ.


Παρακάτω παρουσιάζονται φωτογραφίες τις κατηγορίας σε σμίκρυνση καθώς και video. Κλικάρετε σε μία φωτογραφία για να τη δείτε στο κανονικό της μέγεθος. Για να κατεβάσετε ένα βίντεο κάνετε δεξι κλίκ πάνω στο βίντεο και μετα πατάτε "αποθήκευση προορισμού ώς...(save target as)" και το αποθηκέυετε στον υπολογιστή σας.

Από 1 έως 21

ΒΙΝΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ ΗΛΙΑΚΗΣ ΚΗΛΙΔΑΣ (34ΜΒ)
ΒΙΝΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ ΗΛΙΑΚΗΣ ΚΗΛΙΔΑΣ (22ΜΒ)
ΒΙΝΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΗΛΙΑΚΗΣ ΚΗΛΙΔΑΣ (21,5ΜΒ)
ΒΙΝΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ ΗΛΙΟΥ (13,4ΜΒ)

   - 1 -